- φωτογραφίδα
- η, Ν(ηλεκτρον.) συσκευή μορφής μολυβδοκόνδυλου, εφοδιασμένη με δέκτη που είναι ευαίσθητος στο φωτεινό σήμα σάρωσης μιας καθοδικής οθόνης και ο οποίος επιτρέπει «διάλογο» μεταξύ τού χρήστη που την κρατεί και την κατευθύνει προς ένα σημείο τής οθόνης και ψηφιακού υπολογιστή, με επιλογή και περιγραφή τών εικονιζόμενων σε αυτό το σημείο πληροφοριών, αλλ. φωτοκονδύλιο ή οπτικό μολύβι ή φωτεινό μολύβι.
Dictionary of Greek. 2013.